δευτέραν

δευτέραν
δευτέρᾱν , δεύτερος
second
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • десѧтина — ДЕСѦТИН|А (59), Ы с. 1. Десятина, десятая часть чего л., вид дара, дани или налога: о десѩтинѣ. Не ˫ави сѩ прѣдъ г҃ьмь. тъшть. <вь>се бо се ѥсть заповѣ(ди) рад<и>. <п>риношениѥ правьдьнааго мастить олътарѩ. || <и>… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DEPOSITIONIS sacrarum Vestium et Zonae B. Virginis — Festum Graece Καταθέςια, in Ecclesia Graecanica, mense Augusto, die ultimo, celebrari solitum, memorantur in Menologio, ubi in Iunio, Εἰς την` δευτέραν τὰ Καταθέςια τῆς τιμίας ἐςθῆτος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχέρναις. Et in Augusto, Εἰς την`… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • KALENDAE — primus cuiusque mensis dies; Singulos enim menses Romani ex Romuli instituto distribuêrunt in partes tres, Kalendas, Nonas et Idus: e quibus Kalendae a Gr. verbo καλῶ, i. e. voco, dictae sunt, hanc ob causam, Priscis temporibus, antequam Fasti a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOVILUNIUM — ab Atheniensibus religiose observatum, ante quod copias contra hostem educere non licebat, eâ lege: Στρατείαν μὴ ἐξάγειν πρὸ τῆς τοῦ Μηνὸς ἑβδόμης, Copias ne educunto ante septimum mensis diem; cuius meminit Hesychius, Zenobius item Cent. 3. Prov …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επανέχω — (Α ἐπανέχω) 1. αναχαιτίζω κάτι, συγκρατώ («τὰ οἰκεῑα πάθη καὶ πράγματα τοῑς δημοσίοις ἐπανέχων», Πλούτ.) 2. κατέχω («ὑπεράνω τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», Διόδ.) 3. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, εφησυχάζω, επαναπαύομαι 4. στέργω, αρκούμαι… …   Dictionary of Greek

  • επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… …   Dictionary of Greek

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • προσκατανέμω — Α [κατανέμω] 1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.) 2. απονέμω επί πλέον 3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῑς ἀπόροις καὶ πένησιν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”